- αλμπίνος
- ο ή αλφικός, ο (Βιολ.)άτομο που παρουσιάζει αλφισμό*, αλφικός.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
Αλμπίνος, Δέκιος Κλαύδιος — (2ος αι. μ.Χ.). Ρωμαίος στρατηγός, που φόρεσε την πορφύρα στη Γαλατία μετά τον θάνατο του Περτίνακα το 192 μ.Χ. Αποκεφαλίστηκε από τον Σεπτίμιο Σεβήρο, ο οποίος τον νίκησε το 197 στο Λούγδουνον της Γαλατίας (σημερινή Λιόν) … Dictionary of Greek